κρέντιτο

κρέντιτο
το
πίστωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. credito < λατ. creditum «πίστωση» < λατ. credo «πιστεύω, εμπιστεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρέντιτο — το (λ. ιταλ.), πίστωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”